Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
πορφυρομιγής
πορφυρόνωτος
πορφυρόπεζα
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφυροσχήμων
πορφυροῦς
πορφυροφορία
πορφυρόχροος
πορφύρω
πορφυρώδης
πορφυρώματα
πόρω
πός
πός
ποσάγω
ποσάκις
View word page
πορφυροῦς
πορφῠροῦς
,
ᾶ
,
οῦν
, Att. contr. for
πορφύρεος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πορφυροῦς
Headword (normalized):
πορφυροῦς
Headword (normalized/stripped):
πορφυρους
IDX:
85863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85864
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πορφῠροῦς</span>, <span class="itype greek">ᾶ</span>, <span class="itype greek">οῦν</span>, Att. contr. for <span class="foreign greek">πορφύρεος.</span> </div><br><br>'}