Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πορφυριτικός
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφής
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
πορφυροδίνης
πορφυροειδής
πορφυρόεις
πορφυροεργής
πορφυρόζωνος
πορφυρόκαυλος
πορφυροκλέπτης
πορφυρομιγής
πορφυρόνωτος
πορφυρόπεζα
πορφυροπώλης
πορφυρόστρωτος
πορφυροσχήμων
πορφυροῦς
View word page
πορφυροεργής
πορφῠρο-εργής, ές,
A). wrought of purple, EM 63.46 .


ShortDef

wrought of purple

Debugging

Headword:
πορφυροεργής
Headword (normalized):
πορφυροεργής
Headword (normalized/stripped):
πορφυροεργης
IDX:
85853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85854
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πορφῠρο-εργής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wrought of purple,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 63.46 </span>.</div> </div><br><br>'}