Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πορφύρειος
πορφύρεος
πορφυρεύς
πορφυρευτής
πορφυρευτικός
πορφυρεύω
πορφυρέω
πορφυρίζω
πορφυρική
πορφύριον
πορφύριος
πορφυρίς
πορφυρίτης
πορφυρῖτις
πορφυριτικός
πορφυρίων
πορφυρόβαπτος
πορφυροβαφεῖον
πορφυροβαφής
πορφυροβαφία
πορφυροβάφος
View word page
πορφύριος
πορφύρ-ιος, α, ον, Aeol. for πορφύρεος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πορφύριος
Headword (normalized):
πορφύριος
Headword (normalized/stripped):
πορφυριος
IDX:
85839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85840
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πορφύρ-ιος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">πορφύρεος</span> (q.v.).</div><br><br>'}