Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύς
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγρικός
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἄγρινοι
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
ἀγριόεις
ἀγριόθυμος
ἀγριοκάναβος
View word page
ἀγρικός
ἀγρικός, , όν,
A). = ἄγριος, πήγανον POxy. 1675.4 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγρικός
Headword (normalized):
ἀγρικός
Headword (normalized/stripped):
αγρικος
IDX:
857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-858
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγρικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἄγριος, πήγανον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1675.4 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}