Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
Πορνόπιος
πόρνος
πορνοσύνη
πορνοτελώνης
πόρνοτριφ
πορνοτρόφος
πορνοφίλης
ποροποιέω
ποροποιία
πόρος
πορόω
πορπακίζομαι
πόρπαμα
πόρπαξ
πορπαφόρος
View word page
πόρνοτριφ
πόρνο-τριφ
,
ῐβος
,
ὁ
, (τρίβὠ
A).
=
πορνοκόπος
,
Phryn.
389
, Thom.Mag.
p.291R.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πόρνοτριφ
Headword (normalized):
πόρνοτριφ
Headword (normalized/stripped):
πορνοτριφ
IDX:
85795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85796
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πόρνο-τριφ</span>, <span class="itype greek">ῐβος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> <span class="foreign greek">, (τρίβὠ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πορνοκόπος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phryn.</span> 389 </span>, Thom.Mag.<span class="bibl"> p.291R. </span> </div> </div><br><br>'}