Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
Πορνόπιος
πόρνος
πορνοσύνη
πορνοτελώνης
πόρνοτριφ
πορνοτρόφος
View word page
πορνοδύτης
πορνο-δύτης·
A). ganeo, Gloss.


ShortDef

ganeo

Debugging

Headword:
πορνοδύτης
Headword (normalized):
πορνοδύτης
Headword (normalized/stripped):
πορνοδυτης
IDX:
85786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85787
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πορνο-δύτης·</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ganeo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}