Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
Πορνόπιος
πόρνος
πορνοσύνη
πορνοτελώνης
View word page
πορνοδιάκονος
πορνο-δῐάκονος [ᾱ], , =
A). bacario, Gloss.


ShortDef

bacario

Debugging

Headword:
πορνοδιάκονος
Headword (normalized):
πορνοδιάκονος
Headword (normalized/stripped):
πορνοδιακονος
IDX:
85784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85785
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πορνο-δῐάκονος</span> <span class="pron greek">[ᾱ]</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bacario,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}