Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πορνεύτρια
πορνεύω
πόρνη
πορνίδιον
πορνικός
πορνοβοσκεῖον
πορνοβοσκέω
πορνοβοσκία
πορνοβοσκός
πορνογενής
πορνογέννητος
πορνογράφος
πορνοδιάκονος
πορνοδιδάσκαλος
πορνοδύτης
πορνοκοπέω
πορνοκοπία
πορνοκόπος
πορνομανής
Πορνόπιος
πόρνος
View word page
πορνογέννητος
πορνο-γέννητος, ον,
A). born of a harlot, Hsch.s.v.νοθογέννητα.


ShortDef

born of a harlot

Debugging

Headword:
πορνογέννητος
Headword (normalized):
πορνογέννητος
Headword (normalized/stripped):
πορνογεννητος
IDX:
85782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85783
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πορνο-γέννητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">born of a harlot,</span> Hsch.s.v.<span class="foreign greek">νοθογέννητα.</span> </div> </div><br><br>'}