Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνεφέλκομαι
ἀνέφελος
ἄνεφθος
ἀνέφικτος
ἀνεφόδευτος
ἀνέφοδος
ἀνεφριτικὰ
ἀνεχέγγυος
ἀνέχραζεν
ἀνέχω
ἀνεψαινυγμένως
ἀνέψανος
ἀνέψητος
ἀνεψιά
ἀνεψιαδῆ
ἀνεψιάδης
ἀνεψιαδοῦς
ἀνεψιός
ἀνεψιότης
ἀνέψω
ἀνέω1
View word page
ἀνεψαινυγμένως
ἀνεψαινυγμένως· ἐσπουδασμένως, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνεψαινυγμένως
Headword (normalized):
ἀνεψαινυγμένως
Headword (normalized/stripped):
ανεψαινυγμενως
IDX:
8576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8577
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνεψαινυγμένως·</span> <span class="foreign greek">ἐσπουδασμένως,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}