Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πορθμευτής
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμήϊον
πορθμικός
πόρθμιον
πόρθμιος
πορθμίς
πορθμός
πορθμοφυλακία
πόρθος
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
ποριμότης
πό[ρι]ον
πόρις
πόρισμα
πορισμός
ποριστέον
ποριστής
View word page
πόρθος
πόρθος·
πτόρθος κτλ.,
Hsch.
πορθυγγίς·
σπατίλη, τρύβλιον,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πόρθος
Headword (normalized):
πόρθος
Headword (normalized/stripped):
πορθος
IDX:
85751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85752
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πόρθος·</span> <span class="foreign greek">πτόρθος κτλ.,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">πορθυγγίς·</span> <span class="foreign greek">σπατίλη, τρύβλιον,</span> Id.</div><br><br>'}