Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνέφαπτος
ἀνέφεδρος
ἀνεφέλκομαι
ἀνέφελος
ἄνεφθος
ἀνέφικτος
ἀνεφόδευτος
ἀνέφοδος
ἀνεφριτικὰ
ἀνεχέγγυος
ἀνέχραζεν
ἀνέχω
ἀνεψαινυγμένως
ἀνέψανος
ἀνέψητος
ἀνεψιά
ἀνεψιαδῆ
ἀνεψιάδης
ἀνεψιαδοῦς
ἀνεψιός
ἀνεψιότης
View word page
ἀνέχραζεν
ἀνέχραζεν·
ἀνέχριμπτεν, ἀνῄρει δ’ ἀνεκούφιζεν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀνέχραζεν
Headword (normalized):
ἀνέχραζεν
Headword (normalized/stripped):
ανεχραζεν
IDX:
8574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-8575
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνέχραζεν·</span> <span class="foreign greek">ἀνέχριμπτεν, ἀνῄρει δ’ ἀνεκούφιζεν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}