Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πορθητής
πορθητικός
πορθήτωρ
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτής
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμήϊον
πορθμικός
πόρθμιον
πόρθμιος
πορθμίς
πορθμός
πορθμοφυλακία
πόρθος
πορθώτης
πορίζω
πόριμος
View word page
πορθμήϊον
πορθμ-ήϊον, Ion. for πορθμεῖον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πορθμήϊον
Headword (normalized):
πορθμήϊον
Headword (normalized/stripped):
πορθμηιον
IDX:
85744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85745
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πορθμ-ήϊον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">πορθμεῖον.</span> </div><br><br>'}