Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πόρθημα
πόρθησις
πορθητήριος
πορθητής
πορθητικός
πορθήτωρ
πορθμεία
πορθμεῖον
πόρθμευμα
πορθμεύς
πορθμευτής
πορθμευτικός
πορθμεύω
πορθμήϊον
πορθμικός
πόρθμιον
πόρθμιος
πορθμίς
πορθμός
πορθμοφυλακία
πόρθος
View word page
πορθμευτής
πορθμ-ευτής, οῦ, , = foreg., Eust. 1888.10 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πορθμευτής
Headword (normalized):
πορθμευτής
Headword (normalized/stripped):
πορθμευτης
IDX:
85741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85742
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πορθμ-ευτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1888:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1888.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1888.10 </a>.</div><br><br>'}