πορευτός
πορ-ευτός, ή, όν (also ός, όν Ag. 287 ),
A). gone over, passed, passable, ὁδὸν ζυγίοις π. Milet. 3 No. 149 (ii B.C.), cf. , etc.; 1.42.2 καιρὸς π. the season for travelling, ; 1.37.10 τὸ πέλαγος π. θέσθαι 2 Ma. 5.21 .
II). Act., going, travelling, ἰσχὺς πορευτοῦ λαμπάδος A.l.c.