πορευτικός
πορ-ευτικός, ή,όν,
A). going on foot, walking, τὰ π. ζῷα, opp. πτηνά, ἑρπυστικά, νευστικά, HA 487b16 , al.; π. κίνησις de An. 432b14 .
2). for conveyance, ὁ π. Ἀλεξανδρεῖνος στόλος, of the cornfleet, IG 14.918 (ii A.D.); ὁ στόλος .. ὁ ἐκ πλοίων πορευτικῶν Arch.Pap. 2.447 (Alexandria, ii A.D.).