πορεύσιμος
πορ-εύσιμος, ον, also η, ον Or. 6.83c :—
A). that may be crossed, passable, ἡ τοῦ ποταμοῦ ὁδὸς π. ἀνθρώποις ἐγίγνετο Cyr. 7.5.16 ; εἰ π. εἴη τὸ ἔδαφος τοῦ ποταμοῦ ib. 18 ; π. ἦν τὸ .. πέλαγος Ti. 24e ;[ θύραι] ἀνθρώποις π. Antr. 3 ; παρεχέτωσαν .. π. τὰς ὁδούς OGI 483.30 (Pergam.): in neut., [ὁδόν], ἥνπερ ἥν πορεύσιμον by which it was possible to pass, El. 1046 .
2). able to carry, π. ὄχημα τοῖς κομιζομένοις, of the sea, . 2.86e