Ποντικός
Ποντικός, ή, όν,
A). from Pontus, Pontic, Π. (sc. δένδρεον), τό, perh. Prunus Padus, ; 4.23 τάριχος Π. , cf. 40 ; 6.563 Π. μῦς a kind of weasel, HA 600b13 , 632b9 ; Π. ῥίζα, = γλυκύρριζα , ; 3.5 Π. κάρυον hazel-nut, , cf. 6.355 PCair.Zen. 702.22 (iii B.C.); ῥέον Π. rhubarb, Julianus ap. . 12
II). Ποντικός (sc. μήν), ὁ, name of month at Gortyn, GDI 5031 ( Riv.Fil. 58.475 ).