Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πομφολυγωτός
πομφολύζω
πομφόλυξ
πομφός
πονέω
πόνημα
πονήρευμα
πονηρεύομαι
πονηρία
πονηροδιδάσκαλος
πονηροκάρδιος
πονηροκρατέομαι
πονηροκρατία
πονηρολογία
πονηρόπολις
πονηρός
πονηρόφθαλμος
πονηρόφιλος
πονηρόψυχος
πόνησις
πονητέον
View word page
πονηροκάρδιος
πονηρο-κάρδιος, ον,
A). bad-hearted, Gloss.


ShortDef

bad-hearted

Debugging

Headword:
πονηροκάρδιος
Headword (normalized):
πονηροκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
πονηροκαρδιος
IDX:
85642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85643
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πονηρο-κάρδιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bad-hearted,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}