Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πόμπευσις
πομπευτήριος
πομπευτής
πομπευτικός
πομπεύω
πομπή
πομπηγορῶσι
πομπικός
πομπίλος
πόμπιμος
πόμπιος
πομπός
πομποστολέω
πομφολυγηρόν
πομφολυγίζω
πομφολυγοπάφλασμα
πομφολυγόω
View word page
πομπηγορῶσι
πομπ-ηγορῶσι·
προπέμπουσι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πομπηγορῶσι
Headword (normalized):
πομπηγορῶσι
Headword (normalized/stripped):
πομπηγορωσι
IDX:
85620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85621
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πομπ-ηγορῶσι·</span> <span class="foreign greek">προπέμπουσι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}