Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυώροφος
πολύωτος
πολυωφελής
πολυώψ
πολφός
πολφοφάκη
πόλφυκα
πόλχος
πόμα
πομάτιον
πομμοῦσαν
πομπαγωγέω
πομπαγωγία
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
πόμπευσις
πομπευτήριος
πομπευτής
πομπευτικός
View word page
πομμοῦσαν
πομμοῦσαν· ὁμιλεῖν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πομμοῦσαν
Headword (normalized):
πομμοῦσαν
Headword (normalized/stripped):
πομμουσαν
IDX:
85607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85608
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πομμοῦσαν·</span> <span class="foreign greek">ὁμιλεῖν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}