Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυωρέω
πολυωρητικός
πολυωρία
πολύωρος
πολυώροφος
πολύωτος
πολυωφελής
πολυώψ
πολφός
πολφοφάκη
πόλφυκα
πόλχος
πόμα
πομάτιον
πομμοῦσαν
πομπαγωγέω
πομπαγωγία
πομπαῖος
πομπεία
πομπεῖον
πομπεύς
View word page
πόλφυκα
πόλφυκα· τὸν κόγχον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πόλφυκα
Headword (normalized):
πόλφυκα
Headword (normalized/stripped):
πολφυκα
IDX:
85603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85604
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πόλφυκα·</span> <span class="foreign greek">τὸν κόγχον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}