Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολυωδυνία
πολυώδυνος
πολυωνυμέω
πολυωνυμία
πολυώνυμος
πολυώνυχος
πολυωπής
πολυωπέτις
πολυωπός
πολυωρέω
πολυωρητικός
πολυωρία
πολύωρος
πολυώροφος
πολύωτος
πολυωφελής
πολυώψ
πολφός
πολφοφάκη
πόλφυκα
πόλχος
View word page
πολυωρητικός
πολῠωρ-ητικός
,
ή
,
όν
,
A).
attentive, careful,
θεός
Plu.
2.276a
.
ShortDef
attentive, careful
Debugging
Headword:
πολυωρητικός
Headword (normalized):
πολυωρητικός
Headword (normalized/stripped):
πολυωρητικος
IDX:
85594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85595
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολῠωρ-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">attentive, careful,</span> <span class="quote greek">θεός</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.276a </span> .</div> </div><br><br>'}