Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύχρωμος
πολύχρως
πολύχυλος
πολύχυμος
πολύχυτος
πολυχώρητος
πολυχωρία
πολύχωρος
πολύχωστος
πολυψάμαθος
πολύψαμμος
πολυπολυξάντους
πολύψεκτος
πολυψευδόκαυχος
πολυψηφία
πολυψήφις
πολύψηφος
πολύψογος
πολυωδυνία
πολυώδυνος
πολυωνυμέω
View word page
πολύψαμμος
πολύ-ψαμμος, ον, = foreg., ψάμαθος dub. l. in AP 7.214 ( Arch., fort.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύψαμμος
Headword (normalized):
πολύψαμμος
Headword (normalized/stripped):
πολυψαμμος
IDX:
85576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85577
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-ψαμμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="foreign greek">ψάμαθος</span> dub. l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.214 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arch.</span></span>, fort.</div><br><br>'}