Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυχρημοσύνη
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
πολυχρηστία
πολύχρηστος
πολύχροια
πολυχρονία
πολυχρονίζω
πολυχρόνιος
πολυχρονιότης
πολύχρονος
πολύχροος
πολύχρυσος
πολυχρώματος
πολύχρωμος
πολύχρως
πολύχυλος
πολύχυμος
πολύχυτος
πολυχώρητος
πολυχωρία
View word page
πολύχρονος
πολύ-χρονος, ον, later form for πολυχρόνιος, Jo.Gaz. Ecphr. 2.211 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύχρονος
Headword (normalized):
πολύχρονος
Headword (normalized/stripped):
πολυχρονος
IDX:
85562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85563
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-χρονος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, later form for <span class="foreign greek">πολυχρόνιος,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2578.tlg001:2:211" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2578.tlg001:2.211/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Jo.Gaz.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ecphr.</span> 2.211 </a>.</div><br><br>'}