Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύχοος
πολυχορδία
πολύχορδος
πολύχορτος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρηματίας
πολυχρήματος
πολυχρημοσύνη
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
πολυχρηστία
πολύχρηστος
πολύχροια
πολυχρονία
πολυχρονίζω
πολυχρόνιος
πολυχρονιότης
πολύχρονος
πολύχροος
πολύχρυσος
View word page
πολυχρήσιμος
πολυ-χρήσῐμος, ον,
A). very useful, f.l. in Gal. 6.480 ( Sup.).


ShortDef

very useful

Debugging

Headword:
πολυχρήσιμος
Headword (normalized):
πολυχρήσιμος
Headword (normalized/stripped):
πολυχρησιμος
IDX:
85554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85555
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-χρήσῐμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">very useful,</span> f.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.480 </span> ( Sup.).</div> </div><br><br>'}