Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυχοέω
πολυχοΐα
πολύχοος
πολυχορδία
πολύχορδος
πολύχορτος
πολυχρηματέω
πολυχρηματία
πολυχρηματίας
πολυχρήματος
πολυχρημοσύνη
πολυχρήμων
πολυχρήσιμος
πολυχρηστία
πολύχρηστος
πολύχροια
πολυχρονία
πολυχρονίζω
πολυχρόνιος
πολυχρονιότης
πολύχρονος
View word page
πολυχρημοσύνη
πολυχρημ-οσύνη, ,
A). = πολυχρηματία , Poll. 3.110 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυχρημοσύνη
Headword (normalized):
πολυχρημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
πολυχρημοσυνη
IDX:
85552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85553
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυχρημ-οσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολυχρηματία</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3:110" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3.110/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 3.110 </a>.</div> </div><br><br>'}