ἀνευρύνω
ἀνευρ-ύνω [ῡ],
A). dilate, Superf. 29 , Placit. 5.16.2 ; ἡ ῥὶς τοὺς μυκτῆρας ἀνευρύνετο Her. 19.9 ; -υσμένον στόμα ἀγγείου ; esp. of arterial aneurism, 8.69 ap. ; 45.24.1 ἀ. πάλιν ὁ Ὠκεανός broadens out, Mu. 393b6 : metaph., νοῦς ἀ. τὰς δυνάμεις , cf. 1.249 Pr. 74 ( Pass.).