πολύφωνος
πολῠ/φων-ος, ον,
A). having many tones, ὄρνιθες PA 660a34 ; κίττα , etc.: neut. pl. as Adv., 2.973c πολύφωνα κρῶξαι . 1002
2). having many voices, Βοιωτία ἕνεκα χρηστηρίων π. οὖσα ; 2.411e loquacious, talkative, π. ὁ οἶνος ib. 715a , cf. Hist.Conscr. 4 .
3). manifold in expression, of Homer, Comp. 16 ( Sup.), ; 3.2.12 τὸ π., of Plato, ; of Hyperides, 2.7.3f -ότερος [τοῦ Δημοσθένους] . 34.1