Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγρίαππις
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
ἀγρίδιον
ἀγριελαία
ἀγριελάινος
ἀγριέλαιος
ἀγριεύς
ἀγριεύω
ἀγρίζω
ἀγρικός
ἀγριμαῖος
ἀγριμέλισσα
ἄγρινοι
ἀγριοαππίδιον
ἀγριοβάλανος
ἀγριόβουλος
ἀγριοδαίτης
View word page
ἀγριεύς
ἀγρ-ιεύς· ἀγροῖκος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγριεύς
Headword (normalized):
ἀγριεύς
Headword (normalized/stripped):
αγριευς
IDX:
854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-855
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγρ-ιεύς·</span> <span class="foreign greek">ἀγροῖκος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}