Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύφθογγος
πολυφθονερός
πολύφθοος
πολυφθόρος
πολυφίλητος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολυφλέγματος
πολύφλογος
πολύφλοιος
πολύφλοισβος
πολύφοβος
πολύφοιτος
πολυφόνος
πολύφορβος
πολυφορέω
πολυφόρητος
πολυφορία
πολύφορος
πολύφορτος
View word page
πολύφλοιος
πολύ-φλοιος, ον,
A). with much or thick bark, Hsch. s.v. πολυσφέλμου.


ShortDef

with much

Debugging

Headword:
πολύφλοιος
Headword (normalized):
πολύφλοιος
Headword (normalized/stripped):
πολυφλοιος
IDX:
85496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85497
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-φλοιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with much</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">thick bark,</span> Hsch. s.v. <span class="ref greek">πολυσφέλμου.</span> </div> </div><br><br>'}