Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύφατος
πολύφαυλος
πολυφεγγής
πολύφεγγος
πολυφειδής
πολυφερβής
πολύφερνος
πολυφημία
πολύφημος
πολυφήτωρ
πολυφθεγγής
πολυφθερής
πολύφθογγος
πολυφθονερός
πολύφθοος
πολυφθόρος
πολυφίλητος
πολυφιλία
πολύφιλος
πολύφιλτρος
πολυφλέγματος
View word page
πολυφθεγγής
πολυ-φθεγγής, ές,
A). complicated, μῦθος Cyran. 5 .


ShortDef

complicated

Debugging

Headword:
πολυφθεγγής
Headword (normalized):
πολυφθεγγής
Headword (normalized/stripped):
πολυφθεγγης
IDX:
85484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85485
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-φθεγγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">complicated,</span> <span class="quote greek">μῦθος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyran.</span> 5 </span> .</div> </div><br><br>'}