Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύφαντος
πολυφάρμακος
πολυφασία
πολυφάσματος
πολύφατος
πολύφαυλος
πολυφεγγής
πολύφεγγος
πολυφειδής
πολυφερβής
πολύφερνος
πολυφημία
πολύφημος
πολυφήτωρ
πολυφθεγγής
πολυφθερής
πολύφθογγος
πολυφθονερός
πολύφθοος
πολυφθόρος
πολυφίλητος
View word page
πολύφερνος
πολύ-φερνος, ον , (φερνἤ
A). = πολύεδνος , Hsch. s.v. πολύδωρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύφερνος
Headword (normalized):
πολύφερνος
Headword (normalized/stripped):
πολυφερνος
IDX:
85480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85481
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-φερνος</span>, <span class="itype greek">ον</span> <span class="foreign greek">, (φερνἤ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολύεδνος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">πολύδωρος.</span> </div> </div><br><br>'}