Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύυδρος
πολυυλία
πολύυλος
πολυύμνητος
πολύυμνος
πολυυπνία
πολύυπνος
πολυφαγέω
πολυφαγία
πολυφάγος
πολύφαμος
πολυφανής
πολύφανος
πολυφάνταστος
πολύφαντος
πολυφάρμακος
πολυφασία
πολυφάσματος
πολύφατος
πολύφαυλος
πολυφεγγής
View word page
πολύφαμος
πολύ-φᾱμος, ον, Dor. for πολύφημος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύφαμος
Headword (normalized):
πολύφαμος
Headword (normalized/stripped):
πολυφαμος
IDX:
85466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85467
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-φᾱμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Dor. for <span class="foreign greek">πολύφημος</span> (q.v.).</div><br><br>'}