Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυσύνδεσμος
πολυσύνδετος
πολυσύνθετος
πολυσφαγής
πολυσφαιρία
πολύσφακτος
πολυσφάραγος
πολύσφελμος
πολυσφόνδυλος
πολυσφράγιστος
πολύσφυκτος
πολυσχεράς
πολυσχημάτιστος
πολυσχήματος
πολύσχημος
πολυσχημοσύνη
πολυσχήμων
πολυσχιδής
πολυσχιδία
πολύσχιστος
πολύσχοινος
View word page
πολύσφυκτος
πολύ-σφυκτος,
A). v. πολύσφακτος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύσφυκτος
Headword (normalized):
πολύσφυκτος
Headword (normalized/stripped):
πολυσφυκτος
IDX:
85388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85389
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-σφυκτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πολύσφακτος.</span> </div> </div><br><br>'}