Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυσύγκρατος
πολυσύγκριτος
πολυσύλλαβος
πολυσύνδεσμος
πολυσύνδετος
πολυσύνθετος
πολυσφαγής
πολυσφαιρία
πολύσφακτος
πολυσφάραγος
πολύσφελμος
πολυσφόνδυλος
πολυσφράγιστος
πολύσφυκτος
πολυσχεράς
πολυσχημάτιστος
πολυσχήματος
πολύσχημος
πολυσχημοσύνη
πολυσχήμων
πολυσχιδής
View word page
πολύσφελμος
πολύ-σφελμος, ον,(σφέλμα)
A). with thick rind, Hsch.


ShortDef

with thick rind

Debugging

Headword:
πολύσφελμος
Headword (normalized):
πολύσφελμος
Headword (normalized/stripped):
πολυσφελμος
IDX:
85385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85386
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-σφελμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">σφέλμα</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with thick rind,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}