Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύστονος
πολύστρεπτος
πολυστρεφής
πολύστροιβος
πολυστρόφαλιγξ
πολυστροφάς
πολυστροφία
πολύστροφος
πολύστυλος
πολυσύγκρατος
πολυσύγκριτος
πολυσύλλαβος
πολυσύνδεσμος
πολυσύνδετος
πολυσύνθετος
πολυσφαγής
πολυσφαιρία
πολύσφακτος
πολυσφάραγος
πολύσφελμος
πολυσφόνδυλος
View word page
πολυσύγκριτος
πολυ-σύγκρῐτος, ον,
A). compounded of many things, Id. s.v. παγχυρισμός.


ShortDef

compounded of many things

Debugging

Headword:
πολυσύγκριτος
Headword (normalized):
πολυσύγκριτος
Headword (normalized/stripped):
πολυσυγκριτος
IDX:
85376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85377
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-σύγκρῐτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">compounded of many things,</span> Id. s.v. <span class="ref greek">παγχυρισμός.</span> </div> </div><br><br>'}