Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύστειος
πολυστελέχης
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστημος
πολυστιβία
πολύστικτος
πολύστιος
πολύστιπτος
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστοιχος
πολυστομέω
πολύστομος
πολύστονος
πολύστρεπτος
πολυστρεφής
πολύστροιβος
πολυστρόφαλιγξ
View word page
πολύστιπτος
πολύ-στιπτος, ον,
A). much-trodden, Hsch. (πολύστικτος cod.).


ShortDef

much-trodden

Debugging

Headword:
πολύστιπτος
Headword (normalized):
πολύστιπτος
Headword (normalized/stripped):
πολυστιπτος
IDX:
85360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85361
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-στιπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">much-trodden,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">πολύστικτος</span> cod.).</div> </div><br><br>'}