Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολύστεινος
πολύστειος
πολυστελέχης
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστημος
πολυστιβία
πολύστικτος
πολύστιος
πολύστιπτος
πολυστιχία
πολύστιχος
πολύστοιχος
πολυστομέω
πολύστομος
πολύστονος
View word page
πολύστημος
πολύ-στημος, ον,(στῆμα)
A). thick-woven, Hsch. s.v. στημνίον.


ShortDef

thick-woven

Debugging

Headword:
πολύστημος
Headword (normalized):
πολύστημος
Headword (normalized/stripped):
πολυστημος
IDX:
85356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85357
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-στημος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">στῆμα</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">thick-woven,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">στημνίον.</span> </div> </div><br><br>'}