Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυστάδιος
πολυστακτί
πολυστασίαστος
πολύστατος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολύστεινος
πολύστειος
πολυστελέχης
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστημος
πολυστιβία
πολύστικτος
πολύστιος
πολύστιπτος
πολυστιχία
πολύστιχος
View word page
πολυστέλεχος
πολυ-στέλεχος, ον, = foreg.,
A). παλίουρος AP 9.312 ( Zon.).


ShortDef

with many stems

Debugging

Headword:
πολυστέλεχος
Headword (normalized):
πολυστέλεχος
Headword (normalized/stripped):
πολυστελεχος
IDX:
85352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85353
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-στέλεχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">παλίουρος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.312 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zon.</span></span>).</div> </div><br><br>'}