Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυσπούδαστος
πολυσταγῶς
πολυστάδιος
πολυστακτί
πολυστασίαστος
πολύστατος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολύστεινος
πολύστειος
πολυστελέχης
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστημος
πολυστιβία
πολύστικτος
πολύστιος
πολύστιπτος
View word page
πολύστειος
πολύ-στειος,
A). v. πολύστιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύστειος
Headword (normalized):
πολύστειος
Headword (normalized/stripped):
πολυστειος
IDX:
85350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85351
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-στειος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πολύστιος.</span> </div> </div><br><br>'}