Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύσπορος
πολυσπούδαστος
πολυσταγῶς
πολυστάδιος
πολυστακτί
πολυστασίαστος
πολύστατος
πολυστάφυλος
πολύσταχυς
πολύστεγος
πολύστεινος
πολύστειος
πολυστελέχης
πολυστέλεχος
πολυστένακτος
πολυστέφανος
πολυστεφής
πολύστημος
πολυστιβία
πολύστικτος
πολύστιος
View word page
πολύστεινος
πολύ-στεινος, ον,
A). = πολυπόρευτος , Phot. (leg. -στειβ-, i.e. -στῐβ-).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύστεινος
Headword (normalized):
πολύστεινος
Headword (normalized/stripped):
πολυστεινος
IDX:
85349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85350
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-στεινος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολυπόρευτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">-στειβ-,</span> i.e. <span class="foreign greek">-στῐβ-</span>).</div> </div><br><br>'}