Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυσκόπελος
πολύσκοπος
πολύσκυλαξ
πολυσκώμμων
πολυσμάραγος
πολύσμηνος
πολύσοφος
πολυσπαθής
πολύσπαστος
πολυσπείρητος
πολύσπειρος
πολυσπερής
πολυσπέρματος
πολυσπερμία
πολύσπερμος
πολυσπερχής
πολυσπιλάς
πολύσπλαγχνος
πολύσπορος
πολυσπούδαστος
πολυσταγῶς
View word page
πολύσπειρος
πολύ-σπειρος, ον, = foreg., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύσπειρος
Headword (normalized):
πολύσπειρος
Headword (normalized/stripped):
πολυσπειρος
IDX:
85331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85332
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-σπειρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}