Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυσήμαντος
πολυσημάντωρ
πολύσημος
πολυσθενής
πολύσιος
πολυσιτέω
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολυσκάριστος
πολυσκεπής
πολύσκεπτος
πολύσκηπτρος
πολύσκιος
πολυσκόπελος
πολύσκοπος
πολύσκυλαξ
πολυσκώμμων
πολυσμάραγος
πολύσμηνος
View word page
πολυσκάριστος
πολυ-σκάριστος, ον, gloss on foreg., Apollon. Lex.
A). s.v. εὔσκαρθμοι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυσκάριστος
Headword (normalized):
πολυσκάριστος
Headword (normalized/stripped):
πολυσκαριστος
IDX:
85316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85317
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-σκάριστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, gloss on foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">εὔσκαρθμοι.</span> </div> </div><br><br>'}