Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύσεμνος
πολύσεπτος
πολυσήμαντος
πολυσημάντωρ
πολύσημος
πολυσθενής
πολύσιος
πολυσιτέω
πολυσιτία
πολύσιτος
πολύσκαλμος
πολύσκαρθμος
πολυσκάριστος
πολυσκεπής
πολύσκεπτος
πολύσκηπτρος
πολύσκιος
πολυσκόπελος
πολύσκοπος
πολύσκυλαξ
πολυσκώμμων
View word page
πολύσκαλμος
πολύ-σκαλμος, ον,
A). many-oared, AP 7.295 .


ShortDef

many-oared

Debugging

Headword:
πολύσκαλμος
Headword (normalized):
πολύσκαλμος
Headword (normalized/stripped):
πολυσκαλμος
IDX:
85314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85315
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-σκαλμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">many-oared,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 7.295 </span>.</div> </div><br><br>'}