Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυρράθαγος
πολυρραθάμιγξ
πολυρραίστης
πολύρραπτος
πολυρραφής
πολύρραφος
πολυρρημονέω
πολυρρήμων
πολύρρην
πολύρρηνος
πολύρρητος
πολυρριζία
πολύρριζος
πολύρρινος
πολύρροδος
πολυρρόθιος
πολύρροθος
πολυρροίβδητος
πολύρροιζος
πολύρρομβος
πολύρροος
View word page
πολύρρητος
πολύ-ρρητος, ον,
A). = πολύφραστος , Hsch.; also, = πολύπονος , Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολύρρητος
Headword (normalized):
πολύρρητος
Headword (normalized/stripped):
πολυρρητος
IDX:
85285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85286
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-ρρητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολύφραστος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; also, = <span class="ref greek">πολύπονος</span> , Id.</div> </div><br><br>'}