Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολυπὺ/λος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος
πολύπυστος
πολυρημονέω
πολύριζος
πολύρραβδος
πολυρραγής
πολυρράθαγος
πολυρραθάμιγξ
πολυρραίστης
πολύρραπτος
πολυρραφής
πολύρραφος
πολυρρημονέω
View word page
πολυρημονέω
πολυ-ρημονέω, πολυ-ρήμων,
A). v. πολυρρ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυρημονέω
Headword (normalized):
πολυρημονέω
Headword (normalized/stripped):
πολυρημονεω
IDX:
85271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85272
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-ρημονέω</span>, <span class="orth greek">πολυ-ρήμων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πολυρρ-.</span> </div> </div><br><br>'}