Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολυπρεπής
πολυπρηγμονέω
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολυπρώτιστος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολυπὺ/λος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος
πολύπυστος
πολυρημονέω
View word page
πολυπτυχία
πολυ-πτῠχία,
A). frequentia, Gloss.


ShortDef

frequentia

Debugging

Headword:
πολυπτυχία
Headword (normalized):
πολυπτυχία
Headword (normalized/stripped):
πολυπτυχια
IDX:
85261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85262
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-πτῠχία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">frequentia,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}