Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρηγμονέω
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολυπρώτιστος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
πολυπτώξ
πολύπτωτος
πολυπὺ/λος
πολύπυργος
πολυπύρηνος
πολύπυρος
πολύπυρος
πολύπυστος
View word page
πολύπτυκτος
πολύ-πτυκτος, ον,
A). manifold, intricate, ῥυθμοί IG 3.82 .


ShortDef

manifold, intricate

Debugging

Headword:
πολύπτυκτος
Headword (normalized):
πολύπτυκτος
Headword (normalized/stripped):
πολυπτυκτος
IDX:
85260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85261
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολύ-πτυκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">manifold, intricate,</span> <span class="quote greek">ῥυθμοί</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 3.82 </span> .</div> </div><br><br>'}