Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πολυπράγματος
πολυπραγμονέω
πολυπραγμόνησις
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρακτος
πολυπράκτωρ
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρηγμονέω
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολυπρώτιστος
πολύπτερος
πολυπτόητος
πολύπτυκτος
πολυπτυχία
πολύπτυχος
View word page
πολυπρηγμονέω
πολυ-πρηγμονέω
, Ion. for
πολυπραγμονέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πολυπρηγμονέω
Headword (normalized):
πολυπρηγμονέω
Headword (normalized/stripped):
πολυπρηγμονεω
IDX:
85252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85253
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-πρηγμονέω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">πολυπραγμονέω.</span> </div><br><br>'}