Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πολύπους
πολύπους
πολυπραγματέω
πολυπράγματος
πολυπραγμονέω
πολυπραγμόνησις
πολυπραγμονητέον
πολυπραγμοσύνη
πολυπράγμων
πολύπρακτος
πολυπράκτωρ
πολύπρεμνος
πολυπρεπής
πολυπρηγμονέω
πολυπρήων
πολυπρόβατος
πολύπροικος
πολυπρόσωπος
πολυπρώτιστος
πολύπτερος
πολυπτόητος
View word page
πολυπράκτωρ
πολυ-πράκτωρ, ορος, , poet. πολυ-πρήκτωρ,
A). = πολυπράγμων , Man. 4.160 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολυπράκτωρ
Headword (normalized):
πολυπράκτωρ
Headword (normalized/stripped):
πολυπρακτωρ
IDX:
85249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-85250
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πολυ-πράκτωρ</span>, <span class="itype greek">ορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, poet. <span class="orth greek">πολυ-πρήκτωρ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολυπράγμων</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4:160" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:4.160/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 4.160 </a>.</div> </div><br><br>'}